- τεθριπποβαμων
- τεθριπποβάμωντεθριππο-βάμων-ονος (ᾱ) adj. четырехконный
(στόλος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στόλος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεθριπποβάμων — ονος, ὁ, Α φρ. «τεθριπποβάμων στόλος» το τέθριππο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. ουρανο βάμων] … Dictionary of Greek
τεθριπποβάμονι — τεθριπποβά̱μονι , τεθριπποβάμων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)